ηδονιστής

ηδονιστής
ο
1) филос, гедонист; 2) см. ηδονολάτρης

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ηδονιστής" в других словарях:

  • ηδονιστής — ο 1. αυτός που ρέπει προς τις σαρκικές ηδονές, φιλήδονος 2. οπαδός τού φιλοσοφικού δόγματος τού ηδονισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hedonist (< ηδονή + κατάλ. ist). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ηδονιστής — ο 1. οπαδός της θεωρίας του ηδονισμού. 2. φιλήδονος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παγανιστής — (I) ο, θηλ. ίστρια [παγανίζω] κυνηγός που μετέχει σε παγάνα. (II) ο, θηλ. ίστρια 1. οπαδός τού παγανισμού, μη χριστιανός, ενεργό μέλος μιας πολυθεϊστικής κοινότητας, ειδωλολάτρης 2. μτφ. άθρησκος και ηδονιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. paganus… …   Dictionary of Greek

  • φιλήδονος — η, ο αυτός που αγαπάει τις ηδονές, ηδονιστής, ηδυπαθής, ασελγής, ακόλαστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»